Ακτίνα: Κλειστό
Ακτίνα:
km Set radius for geolocation
Αναζήτηση

Η προστασία προσωπικών δεδομένων ως θεμελιώδες δικαίωμα των πολιτών της ΕΕ

Η προστασία προσωπικών δεδομένων ως θεμελιώδες δικαίωμα των πολιτών της ΕΕ
GDPR Προστασία Προσωπικών δεδομένων

Η προστασία προσωπικών δεδομένων ως θεμελιώδες δικαίωμα των πολιτών της ΕΕ

Η προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ως ένα θεμελιώδες δικαίωμα των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης έως το νέο σύγχρονο Κανονισμό (GDPR)
Βασίλης Αποστολόπουλος, Δικηγόρος LL.M.

Παρότι το δίκαιο προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανατρέχει τουλάχιστον στις αρχές της δεκαετίας του ΄70 και ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων συγκαταλέγεται στις βασικές αρχές πάνω στις οποίες θεμελιώνεται το κοινό ευρωπαϊκό οικοδόμημα, εντούτοις καμία διάταξη προστασίας δεδομένων τόσο στη νομοθεσία των κρατών μελών, όσο και στη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν ήταν βασισμένη στην αντίληψη της προστασίας δεδομένων ως ένα θεμελιώδες δικαίωμα των φυσικών προσώπων.
Στο βαθμό στον οποίο η προγενέστερη Οδηγία 95/46/ΕΚ ( Directive 95/46/EC ) αναφερόταν στο άρθρο 1 στο σεβασμό για τα « ανθρώπινα δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων» ως ένα από τους κύριους σκοπούς της, η αναφορά αυτή εστίαζε συγκεκριμένα στο δικαίωμα στην ιδιωτικότητα.
Σε διεθνές επίπεδο, ωστόσο, το δικαίωμα αυτό προστατευόταν από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, έστω και εάν δεν είχε ενσωματωθεί συγκεκριμένα σε κανένα πρωτογενές δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά το χρόνιο εκείνο.

Ενώ η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει ακόμη προσχωρήσει στην παραπάνω Σύμβαση, η δέσμευση ότι θα πράξει κάτι τέτοιο περιλαμβάνεται στο άρθρο 6(2) της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ωστόσο, το γεγονός ότι όλα τα κράτη μέλη που συγκροτούν την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ήδη από μόνα τους συμβαλλόμενα μέρη στη συγκεκριμένη Σύμβαση, θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί, σχεδόν, ως μέρος του κεκτημένου. Το γεγονός επίσης ότι, όλα τα κράτη μέλη έχουν υπογράψει τη Σύμβαση διασφαλίζει και τη λογική συνοχή στην εφαρμογή των διατάξεών της σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αρμόδιο για τυχόν παραβιάσεις των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων που περιγράφονται στη Σύμβαση από τα κράτη μέλη είναι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Συνεπώς, η εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου υπόκειται στη δικαστική εποπτεία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου του Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που εδρεύει στο Στρασβούργο.
Το άρθρο 8(1) της ανωτέρω Σύμβασης επικεντρώνεται στην προστασία της ιδιωτικής ζωής ενσωματώνοντας το δικαίωμα κάθε προσώπου στο «σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του», απαιτώντας ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία παραβίασης της ιδιωτικής ζωής που προβλέπεται από τους εσωτερικούς νόμους των κρατών μελών.

Η-προστασία-προσωπικών-δεδομένων-ως-θεμελιώδες-δικαίωμα-των-πολιτών-της-ΕΕ-lawyers4u.grΤο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει παραδοσιακά προσδώσει στην έννοια της «ιδιωτικής ζωής», που καθιερώνεται με ιδιαίτερη έμφαση στο άρθρο 8(1), ευρεία ερμηνεία. Καθώς η έννοια αυτή καλύπτει πολλαπλές πλευρές της φυσικής και κοινωνικής ταυτότητας του ατόμου και συνεπώς δεν επιδέχεται περιοριστικής απαρίθμησης, η ερμηνεία του δικαστηρίου διαρκώς εξελίσσεται. Εκτός από το όνομα, το φύλο, το σεξουαλικό προσανατολισμό και τη σεξουαλική ζωή κάθε προσώπου, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει κατά το παρελθόν κρίνει ότι πληροφορίες σχετικά με την υγεία ή την εθνική ταυτότητα και τη φυλετική καταγωγή ενός ατόμου, το δικαίωμά του στην εικόνα του, καθώς και τα βιομετρικά δεδομένα- συμπεριλαμβανομένων των δειγμάτων γενετικού υλικού (DNA), των προφίλ και των δακτυλικών αποτυπωμάτων, όλα εμπίπτουν στην προστατευτική σφαίρα της έννοιας του άρθρου 8(1). Κατά συνέπεια, η προστασία που παρέχεται από την αναλογική εφαρμογή του ως άνω άρθρου στα υποκείμενα των δεδομένων ενδέχεται να εφαρμόζεται στην πλειονότητα των προσωπικών δεδομένων που ανεβαίνουν και αποθηκεύονται στο cloud από τους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Εντούτοις, η παραπάνω προστασία που παρέχεται στην ιδιωτικότητα των πληροφοριών από την αναλογική εφαρμογή του άρθρου 8(1) στα υποκείμενα των δεδομένων δε συνιστά απόλυτο δικαίωμα. Τούτο, διότι, υπόκειται στους περιορισμούς που επιβάλει η παράγραφος 2 του άρθρου 8 της Σύμβασης, η οποία ρητά ορίζει ότι, επιτρέπεται η επέμβαση δημόσιας αρχής ενός συμβαλλόμενου κράτους στην ενάσκηση του δικαιώματος αυτού με την απαραίτητη προϋπόθεση η επέμβαση αυτή να προβλέπεται από το νόμο και να αποτελεί μέτρο, το οποίο περιορίζεται στα όρια του αναγκαίου σε μία δημοκρατική κοινωνία και είναι προς όφελος της εθνικής ασφάλειας, της δημόσιας ασφάλειας, της οικονομικής ευημερίας της χώρας, της παρεμπόδισης της διατάραξης της δημόσιας τάξης και της πρόληψης του εγκλήματος, της προστασίας της υγείας ή της ηθικής, ή της προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων.

Συνεπώς, υπό το φως των παραπάνω περιορισμών στο δικαίωμα στην ιδιωτικότητα κάθε προσώπου, συνιστάται έντονα στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης να εξισορροπούν προσεκτικά τα επιμέρους συμφέροντα όταν θεσπίζουν ή/και εφαρμόζουν νόμους που δύνανται να επέμβουν στην ιδιωτικότητα του ατόμου.
Οι αποφάσεις που σχετίζονται με την παραβίαση του απόρρητου της επικοινωνίας των φυσικών προσώπων από τα συμβαλλόμενα κράτη εντός της επικράτειάς τους κυριαρχούν στη σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σε ότι αφορά την προστασία της ιδιωτικότητας των πληροφοριών. Ενώ, αρχικά, οι υπό δικαστική διερεύνηση πράξεις αφορούσαν την παραβίαση της ταχυδρομικής αλληλογραφίας, όπως, για παράδειγμα, το δικαίωμα των αρχών επιβολής του νόμου και των υπηρεσιών εθνικής ασφάλειας να παραβιάζουν τη γραπτή αλληλογραφία με το άνοιγμα των επιστολών, τελευταία, οι σχετικές υπό διερεύνηση υποθέσεις αφορούν, κυρίως, στην παραβίαση του απόρρητου των τηλεφωνικών ή ηλεκτρονικών επικοινωνιών, καθώς και στη συλλογή, την επεξεργασία και την πρόσβαση στα προσωπικά δεδομένα.
Tο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου καταρχήν αναγνωρίζει στην εθνική νομοθεσία κάθε συμβαλλόμενου κράτους την ύπαρξη ενός ορισμένου περιθωρίου εκτίμησης όσον αφορά τις δυνατότητες καθορισμού των συνθηκών κάτω από τις οποίες ένα μέτρο, που ενδέχεται να επέμβει στην προστασία του άρθρου 8(1), δύναται να χρησιμοποιηθεί. Ωστόσο, στην υπόθεση Klass And Others v. Federal Republic of Germany (Series A, NO 28) (1979-1980) 2 EHRR 214, 6 September 1978, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου εμμένει στην άποψη ότι, οι εξαιρέσεις που περιγράφονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 8 και αφορούν στη δυνατότητα δημόσιας αρχής ενός συμβαλλόμενων κράτους να επεμβαίνει στην προστατευτική σφαίρα του άρθρου 8(1), θα πρέπει να ερμηνεύονται από τα εθνικά δικαστήρια με τη στενή έννοια.
Έτσι, ο εθνικός νόμος που επιτρέπει την επέμβαση δημόσιας αρχής στην άσκηση του δικαιώματος που παρέχεται από το άρθρο 8, δηλαδή τον σεβασμό στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, την κατοικία και την αλληλογραφία, θα πρέπει να πληροί τα κριτήρια της προβλεψιμότητας και της σαφήνειας.

Ειδικότερα, σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ο ειδικός νόμος θα πρέπει να είναι πλήρως κατανοητός από τους πολίτες του συμβαλλόμενου κράτους. Τούτο σημαίνει ότι, ο συγκεκριμένος νόμος θα πρέπει να είναι σαφής και να διατυπώνει με ακρίβεια και άκρα περιγραφική διάρθρωση το διανόημα του νομοθέτη, έτσι ώστε κάθε υποκείμενο του δικαίου να γνωρίζει τις συνέπειες που συνεπάγεται μια δεδομένη πράξη. Επιπλέον, ο συγκεκριμένος νόμος θα πρέπει να παρέχει στους πολίτες του συμβαλλόμενου κράτους επαρκή νομική προστασία κατά της κρατικής αυθαιρεσίας και να καθορίζει με σαφήνεια τον τρόπο ασκήσεώς του, καθώς και το σκοπό της παρασχεθείσης ευχέρειας στις αρμόδιες αρχές να επεμβαίνουν στα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στο άρθρο 8 της Σύμβασης.
Συνεπώς, σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, για την επέμβαση στο δικαίωμα του σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, της κατοικίας και της αλληλογραφίας, δεν αρκεί η απλή ύπαρξη ενός εθνικού νόμου που να εξουσιοδοτεί μια δημόσια αρχή να παρέμβει στην άσκηση του παραπάνω δικαιώματος, αλλά θα πρέπει και η ποιότητα του συγκεκριμένου νόμου να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη.

Σχετικά με την προϋπόθεση ότι, κάθε μέτρο δυνάμενο να επέμβει στην ιδιωτική σφαίρα των πολιτών ενός συμβαλλόμενου κράτους θα πρέπει να περιορίζεται στο αναγκαίο σε μια δημοκρατική κοινωνία, είναι επιβεβλημένο να ικανοποιείται η απαίτηση που θέτει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ως προς την ύπαρξη επαρκών και αποτελεσματικών εγγυήσεων, προκειμένου να αποφεύγονται οποιεσδήποτε καταχρήσεις. Για τον καθορισμό του πεδίου εφαρμογής της προστασίας που παρέχει το άρθρο 8, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου τονίζει, στην υπόθεση Klass And Others v. Federal Republic of Germany, τη σημασία που έχει να ληφθούν υπόψη οι τεχνολογικές εξελίξεις στα μέσα κατασκοπείας και παρακολούθησης και η ανάπτυξη της τρομοκρατίας στην Ευρώπη. Ενόψει της αυξημένης απειλής ιδιαίτερα εξελιγμένων μορφών κατασκοπείας και τρομοκρατίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αναγνωρίζει, στη συγκεκριμένη υπόθεση, το δικαίωμα των αρμόδιων εθνικών αρχών ενός κράτους να διενεργούν μυστική παρακολούθηση ανατρεπτικών και υπονομευτικών στοιχείων που δρουν εντός της δικαιοδοσίας του με σκοπό την αποτροπή του κινδύνου αυτού, καθώς και τη δυνατότητα να επιλέγουν από μια ευρεία γκάμα επιλογών τα μέσα που κρίνουν ως πρόσφορα και αναγκαία για την επίτευξη του νόμιμου σκοπού της προστασίας της εθνικής ασφάλειας. Εντούτοις, ξεκαθαρίζει ότι, η υιοθέτηση ενός συστήματος μυστικής παρακολούθησης από ένα κράτος μέλος για την προστασία της εθνικής ασφάλειας μπορεί να υπονομεύσει ή ακόμη και να καταστρέψει τη δημοκρατία υπό το μανδύα της προάσπισής της, και για το λόγο αυτό είναι αναγκαία η ύπαρξη επαρκών και αποτελεσματικών εγγυήσεων κατά της οιασδήποτε κατάχρησης.

Όπως και να έχει, σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, κάθε μέτρο που επεμβαίνει στην άσκηση του δικαιώματος του άρθρου 8 σε μια δημοκρατική κοινωνία, συνήθως δε θεωρείται αναγκαίο, εκτός εάν το συγκεκριμένο μέτρο επέμβασης είναι ανάλογο προς τον επιδιωκόμενο νόμιμο σκοπό. Έτσι, σε περίπτωση παραβίασης του ανωτέρω δικαιώματος, το δικαστήριο θα εξετάσει προσεκτικά το αμφισβητούμενο μέτρο επέμβασης, ώστε να κρίνει αν οι προβαλλόμενοι λόγοι των αρμόδιων αρχών για τη συγκεκριμένη επέμβαση είναι συναφείς και επαρκείς και αν τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν είναι ανάλογα προς τον επιδιωκόμενο σκοπό. Παράλληλα, το δικαστήριο θα αξιολογήσει αν η συγκεκριμένη επέμβαση ήταν είτε η πιο ήπια είτε η μόνη δυνατή να αποφέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα, άνευ της δυνατότητας εναλλακτικής επιλογής μικρότερης κλίμακας επέμβασης στην ιδιωτική σφαίρα ενός προσώπου σε σχέση με το μέτρο που τελικά χρησιμοποιήθηκε.

Σε ό,τι αφορά την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, αν και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αναγνωρίζει ότι, η ενίσχυση της ασφάλειας και η καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη χρήση σύγχρονων επιστημονικών μεθόδων έρευνας και εξακρίβωσης στοιχείων των υπόπτων υπονόμευσης της κοινωνικής ειρήνης και της εθνικής ασφάλειας, εντούτοις διευκρινίζει ότι, η προστασία που παρέχεται από το άρθρο 8 της Σύμβασης στην ιδιωτικότητα των πολιτών θα αποδυναμονώταν ανεπίτρεπτα από την υπέρμετρη χρήση σύγχρονων επιστημονικών μεθόδων εντός του συστήματος της ποινικής δικαιοσύνης με οποιοδήποτε κόστος. Για το λόγο αυτό, στα ευαίσθητα ζητήματα της ηλεκτρονικής μαζικής παρακολούθησης των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το δικαστήριο τονίζει την αναγκαιότατα επίτευξης προσεκτικής στάθμισης των αντίθετων συμφερόντων ανάμεσα, αφενός, στα οφέλη που ενδέχεται να προκύψουν από τη χρήση τέτοιου είδους μοντέρνων επιστημονικών τεχνικών έρευνας και διακρίβωσης υπονομευτικών στοιχείων ενάντια στη δημοκρατία και την ασφάλεια των πολιτών, και, αφετέρου, στα σημαντικά συμφέροντα της ιδιωτικής ζωής των πολιτών και των προσωπικών δεδομένων τους, κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η ενσωμάτωση των θεμελιωδών δικαιωμάτων στις πολιτικές αυτές.
Στο πλαίσιο αυτό, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου επισημαίνει ότι, είναι σκόπιμο και επιβεβλημένο κάθε κράτος μέλος να ενσωματώνει στην εθνική νομοθεσία του κατάλληλες διασφαλίσεις, ώστε να εμποδίζει την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων κατά τρόπο ασύμβατο με τις παρεχόμενες εγγυήσεις. Με τον τρόπο αυτό το δικαστήριο υπογραμμίζει τη σπουδαιότητα της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ούτως ώστε όλοι οι πολίτες να μπορούν να απολαμβάνουν πλήρως το δικαίωμα που τους παρέχει το άρθρο 8 της Σύμβασης.

Παρόλα αυτά, οι επιπτώσεις από την απουσία ενός καταλόγου συγκεκριμένων θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση εξακολουθούσαν να είναι ιδιαίτερα αισθητές από πολλά κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένων και των συνταγματικών δικαστηρίων τους. Αυτό το έντονα αισθητό πρόβλημα οδήγησε σε συστάσεις, περί τα μέσα της δεκαετίας το ’90, για την ανάγκη ανάπτυξης και καθιέρωσης, μεταξύ άλλων, μιας νέας γενιάς αστικών και κοινωνικών δικαιωμάτων των πολιτών και μόνιμων κατοίκων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που θα αντανακλούσαν καλύτερα τις τεχνολογικές αλλαγές. Τελικά οι διαβουλεύσεις αυτές κατέληξαν στην υιοθέτηση του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο Χάρτης σύμφωνα με τη βασική αρχή της επικουρικότητας στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στο πλαίσιο των δράσεων και των αρμοδιοτήτων της Ένωσης, παγιώνει, μεταξύ άλλων, τα δικαιώματα που απορρέουν από τις κοινές διεθνείς υποχρεώσεις και τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών και τη Σύμβαση για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, εγκαθιδρύοντας ένα καθεστώς νομικής ασφάλειας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη διασφάλιση διαφάνειας και σαφήνειας στα θεμελιώδη δικαιώματα και τις ατομικές ελευθερίες.

Η διασφάλιση της ομοιόμορφης ερμηνείας και εφαρμογής και η συμμόρφωση των κρατών μελών με το ευρωπαϊκό δίκαιο, συμπεριλαμβανομένων και των διατάξεων του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, υπόκειται στη δικαστική μέριμνα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Λουξεμβούργο (Court of Justice of the European Union-CJEU), όπως στις περιπτώσεις παραβίασης από τα κράτη μέλη των προσωπικών, αστικών, πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων των πολιτών της Ένωσης.
Ο «Χάρτης», αρχικά, υιοθετήθηκε επίσημα από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο το Δεκέμβριο του 2000 με την προσδοκία να ενσωματωθεί στο «Ευρωπαϊκό Σύνταγμα» ως τμήμα πρωτογενούς δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο, καθυστέρησε σημαντικά να τεθεί σε ισχύ εξαιτίας της απόρριψης του συγκεκριμένου Συντάγματος σε δημοψηφίσματα που διενεργήθηκαν, τόσο στη Γαλλία, όσο και στην Ολλανδία. Έτσι, ο «Χάρτης» μαζί με το υπόλοιπο Σύνταγμα παρέμεινε σε νομική αδράνεια έως την 1η Δεκεμβρίου του 2009, οπότε και επικυρώθηκε από όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης η διεθνής μεταρρυθμιστική Συνθήκη της Λισσαβώνας υποκαθιστώντας το εγκαταλειφθέν «Ευρωπαϊκό Σύνταγμα» και τροποποιώντας τις ιδρυτικές συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (Treaty of Lisbon Amending the Treaty on European Union and the Treaty establishing the European Community – ‘Lisbon Treaty’). Η Συνθήκη της Λισσαβώνας τοποθέτησε το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο ίδιο επίπεδο με τις Συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Όπως και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στο άρθρο 8, έτσι και ο «Χάρτης», στο άρθρο 7, προστατεύει το δικαίωμα στο σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, της κατοικίας και των επικοινωνιών κάθε προσώπου. Ο «Χάρτης», ωστόσο, εισάγει ένα νέο δικαίωμα κάθε προσώπου στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν στο άρθρο 8(1). Η δε παράγραφος 2 του ιδίου άρθρου θέτει ως απαραίτητη προϋπόθεση, η επεξεργασία των δεδομένων να γίνεται νομίμως, για καθορισμένους σκοπούς και με βάση τη συγκατάθεση του ενδιαφερομένου ή για άλλους θεμιτούς λόγους που προβλέπονται από το νόμο. Το άρθρο 8(2), επιπρόσθετα, παρέχει στα υποκείμενα των δεδομένων το δικαίωμα πρόσβασης στα συλλεγέντα δεδομένα που τα αφορούν, και το δικαίωμα να επιτυγχάνουν τη διόρθωσή τους. Τέλος, το άρθρο 8, στην παράγραφο 3, καθιστά υποχρεωτική τη σύσταση ανεξάρτητων αρχών προστασίας δεδομένων με σκοπό τη διασφάλιση του σεβασμού των κανόνων αυτών.

Είναι σαφές λοιπόν ότι, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία, στην ψηφιακή εποχή, δεν παύουν ούτε λεπτό να συλλέγονται, να αποθηκεύονται και να υποβάλλονται σε περαιτέρω επεξεργασία, συνιστά θεμελιώδες δικαίωμα κατοχυρωμένο στις διατάξεις του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο πλαίσιο προσαρμογής στη σύγχρονη ψηφιακή πραγματικότητα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Ερωτήσεις, Απορίες